Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η κυβέρνηση

  • 1 κυβέρνηση

    [кивэрниси] ουσ. Θ. правительство.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυβέρνηση

  • 2 кабинет

    -а. α.
    1. ιδιαίτερο δωμάτιο• γραφείο εργασίας•

    кабинет директора γραφείο διευθυντή•

    кабинет врачи ιατρείο•

    физический кабинет αίθουσα πειραματικής φυσικής•

    химический кабинет χημείο•

    зубоврачебный кабинет οδοτοιατρείο.

    2. κυβέρνηση κράτους• υπουργείο•

    сформировать кабинет σχηματίζω κυβέρνηση•

    кабинет министров η κυβέρνηση.

    εκφρ.
    кабинет задумчивости – αποχωρητήριο•
    чрный - – γραφείο λογοκρισίας επιστολών.

    Большой русско-греческий словарь > кабинет

  • 3 правительство

    ουδ.
    κυβέρνηση•

    народное правительство λαϊκή κυβέρνηση•

    член -а μέλος της κυβέρνησης•

    социалистическое правительство σοσιαλιστική κυβέρνηση.

    Большой русско-греческий словарь > правительство

  • 4 интерпелляция

    η (επ)ερώτηση (του βουλευτή προς την κυβέρνηση)
    -ировать επερωτώ (μέλος της κυβέρνησης), καταθέτω επερώτηση (προς την κυβέρνηση)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интерпелляция

  • 5 коалиционный

    коалиционный: \коалиционныйое правительство η κυβέρνηση συνασπισμού
    * * *

    коалицио́нное прави́тельство — η κυβέρνηση συνασπισμού

    Русско-греческий словарь > коалиционный

  • 6 правительство

    правительство с η κυβέρνηση
    * * *
    с
    η κυβέρνηση

    Русско-греческий словарь > правительство

  • 7 кабинет

    кабинет
    ж
    1. τό γραφεῖο[ν] (для занятий)! τό ἰατρεῖο[ν] (врачебный):
    химический \кабинет τό χημείο· зубоврачебный \кабинет τό ὀδοντοϊατρεῖο· косметический \кабинет τό καλλωπιστήριό хирургический \кабинет τό χειρουργείο·
    2. полит ἡ κυβέρνηση [-ις], τό ὑπουργικό[ν] συμβούλιο[ν]:
    сформировать \кабинетσχηματίζω κυβέρνηση (или ὑπουργείο).

    Русско-новогреческий словарь > кабинет

  • 8 правительство

    прави́тельств||о
    с ἡ κυβέρνηση [-ις]:
    Советское \правительство ἡ Σοβιετική κυβέρνηση [-ις]· глава \правительствоа ὁ ἀρχηγός τής κυβέρνησης· член \правительствоа τό μέλος τής κυβερνήσεως.

    Русско-новогреческий словарь > правительство

  • 9 закрытый

    επ. από μτχ.
    1. κλεισμένος, κλειστός•

    дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•

    -ая машина κλειστό αυτοκίνητο•

    газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•

    закрытый воротник κλειστός γιακάς•

    -ые границы κλειστά σύνορα.

    2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•

    -ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.

    3. κρυφός μη φανερός•

    -ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.

    εκφρ.
    - ое голосование – μυστική ψηφοφορία•
    - ое письмо – κλειστό γράμμα•
    - ые туфли – κλειστά παπούτσια•
    -ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•
    в -ом помещении – σε κλειστό χώρο.

    Большой русско-греческий словарь > закрытый

  • 10 правительство

    η κυβέρνηση.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > правительство

  • 11 временный

    времен||ный
    прил προσωρινός, παροδικός/ πρόσκαιρος (преходящий):
    \временныйная работа ἡ προσωρινή ἐργασία· \временныйное правительство ἡ προσωρινή κυβέρνηση.

    Русско-новогреческий словарь > временный

  • 12 входить

    входить
    несов
    1. ἐἰσέρχομαι, μπαίνω/ διεισδύω, είσχωρω (проникать):
    \входить в дом μπαίνω (или ἐἰσέρχομαι) στό σπίτι· \входить в порт (о судне) είσπλέω στό λιμάνί
    2. (вмещаться) είσχωρω, χωρῶ, μπαίνω1
    3. (включаться в состав чего-л.) μπαίνω, παίρνω μέρος:
    \входить в состав правительства παίρνω μέρος στήν κυβέρνηση·
    4. (вникать) μπαίνω, ἐμβαθύνω, γνωρίζομαι:
    \входить в роль μπαίνω στό ρόλο· \входить в суть Дела ἐμβαθύνω στήν οὐσία τῆς ὑπόθεσης· \входить в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες·
    5. (обращаться куда-л.) ἀποτείνομαι, ἀπευθύνομαι:
    \входить с предложением (с ходатайством) κάνω πρόταση (αίτηση)· ◊ \входить в переговоры ἀρχίζω διαπραγματεύσεις· \входить в контакт ἐρχομαι σέ ἐπαφή· \входить в соглашение συμβιβάζομαι, συμφωνὤ \входить в доверие ἀποκτῶ τήν ἐμπιστοσύνη· \входить в чье-л. положение συναισθάνομαι τήν κατάσταση κάποιου· \входить в азарт με πιάνει τό πάθος τοῦ παιχνιδιού· \входить в силу μπαίνω σέ ἰσχύ· \входить в привычку γίνεται συνήθεια· \входить в пословицу γίνεται παροιμία, γίνομαι παροιμιώδης· \входить в мс-АУ γίνομαι τής μόδας· \входить во вкус ἀρχίζει να μ' ἀρέσει κάτι· \входить в жизнь καθιερώνομαι· это не входило в мой расчеты αὐτό δέν τό είχα ὑπολογίσει, δέν τό είχα σκεφτεί.

    Русско-новогреческий словарь > входить

  • 13 марионеточный

    марионет||очный
    прил τῆς μαριονέττας, τοῦ ἀνδρεικέλου:
    \марионеточныйочное праийтельство κυβέρνηση ἀνδρεικέλων.

    Русско-новогреческий словарь > марионеточный

  • 14 правление

    правлени||е
    с
    1. ἡ (δια)κυβέρνηση [-ις]. ἡ διοίκηση [-ις]:
    образ \правлениея τό πολίτευμα·
    2. (учреждение) ἡ διεύθυνση [-ις], ἡ διοί-κηση [-ις], τό διοικητικό συμβούλιο:
    член \правлениея банка (кооператива и т. п.) τό μέλος διοικητικού συμβουλίου τραπέζης (συνεταιρισμού κ.λ.π.)· ◊ бразды \правлениея τά ἡνία τοῦ κράτους.

    Русско-новогреческий словарь > правление

  • 15 признавать

    признавать
    несов I. (считать законным) ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:
    \признавать правительство ἀναγνωρίζω κυβέρνηση·
    2. (вину, ошибку и т. п.) ὁμολογώ, ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:
    \признавать свою ошибку παραδέχομαι (или ὁμολογώ) τό σφάλμα μου· \признавать свою вину ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου·
    3. (узнавать) (άνα)γνωρίζω:
    \признавать кого-л., что-л. ἀναγνωρίζω κάποιον, κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > признавать

  • 16 руль

    рул||ь
    м τό τιμόνι, τό πηδάλιο[ν], τό δοιάκι, ὁ οἰαξ / τό βολάν (тк. автомобиля):
    \руль высоты ἀβ. ὁ ὑψωτήρ· стоять у \рулья прям., перен κρατώ τό τιμόνι·
    2. перен ἡ κυβέρνηση [-ις], ἡ διοίκηση [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > руль

  • 17 составлять

    составлять
    несов
    1. (собирать, объединять) συνενώνω·
    2. (сочинять, создавать) συντάσσω, καταστρώνω, κάνω:
    \составлять план καταστρώνω σχέδιο· \составлять протокол συντάσσω πρακτικό· \составлять словарь συγγράφω (или συντάσσω) λεξικό·
    3. (образовывать) σχηματίζω, συγκροτώ:
    \составлять предложение σχηματίζω πρόταση· \составлять определенное мнение σχηματίζω ὁρισμένη γνώμη· \составлять кабинет полит σχηματίζω κυβέρνηση·
    4. (представлять, являться) ἀποτελώ:
    \составлять исключение ἀποτελώ ἐξαίρεση· это не составит большого труда αὐτό δέν χρειάζεται μεγάλο κόπο· ◊ \составлять себе состояние σχηματίζω περιουσία· \составлять компанию кому́-л. κάνω κάποιου παρέα \составлятьлиться σχηματίζομαι, συγκροτοῦμαι, δημιουργούμαι.

    Русско-новогреческий словарь > составлять

  • 18 федеральный

    федеральный, федеративный
    прил ὁμοσπονδιακός, ὁμόσπονδος:
    \федеральныйати́вная республика ἡ ὁμοσπονδιακή δημοκρατία· \федеральныйальное правительство ἡ ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση.

    Русско-новогреческий словарь > федеральный

  • 19 федеративный

    федеральный, федеративный
    прил ὁμοσπονδιακός, ὁμόσπονδος:
    \федеративныйати́вная республика ἡ ὁμοσπονδιακή δημοκρατία· \федеративныйальное правительство ἡ ὁμοσπονδιακή κυβέρνηση.

    Русско-новогреческий словарь > федеративный

  • 20 формированиеть

    формирование||ть
    несов σχηματίζω, διαμορφώνω, διαπλάθω, συγκροτώ:
    \формированиетьть правительство σχηματίζω κυβέρνηση· \формированиетьть полк σχηματίζω (или συγκροτῶ)σύνταγμα \формированиетьться σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, συγκροτοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > формированиеть

См. также в других словарях:

  • κυβέρνηση — Το ανώτατο όργανο άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας (συμβούλιο υπουργών με πρόεδρο ή πρωθυπουργό). Υπάρχει όμως και μια γενικότερη έννοια, σύμφωνα με την οποία κ. εννοείται η ιδιαίτερη διάταξη που εμφανίζουν οι ανώτατες λειτουργίες μιας πολιτείας …   Dictionary of Greek

  • κυβέρνηση — η 1. το να κυβερνά κανείς. 2. η εκτελεστική εξουσία:  Η κυβέρνηση παίρνει μέτρα κατά των απεργών. 3. υπουργικό συμβούλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυβερνήσῃ — κυβερνήσηι , κυβέρνησις steering fem dat sg (epic) κυβερνάω steer aor subj mid 2nd sg (attic ionic) κυβερνάω steer aor subj act 3rd sg (attic ionic) κυβερνάω steer fut ind mid 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»